πυρίζω

πυρίζω
(→ἐμπυρίζω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρίζω — ΜΑ [πυρ] βάζω φωτιά, καίω μσν. φρ. «πυρίζων χιτών» χιτώνας στο χρώμα τής φωτιάς αρχ. μτφ. ανοίγω τους πνευματικούς ορίζοντες κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ζωπυρίς — ζωπυρίς, ἡ (Α) αυτή που ζωοποιεί, που αναζωογονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + πυρίς (< πυρίζω < πυρ), πρβλ. απο πυρίς < απο πυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • καμπυρίζω — (Α) καίω, πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπ πυρίζω < κατα πυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • αναπυρίζω — ἀναπυρίζω (Α) αναφλέγω, πυρπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυρίζω < πυρ] …   Dictionary of Greek

  • κατεμπυρίζω — (AM) βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμ πυρίζω «καίω»] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”